-
1 μετα-κοσμέω
μετα-κοσμέω, umordnen, anders ordnen, Arist. de Xenoph. 1, 4; μετακοσμήσας καὶ νεωτερίσας τὰ περὶ τοὺς ἀνϑρώπους, Luc. Prom. 12; a. Sp.
1 μετα-κοσμέω
μετα-κοσμέω, umordnen, anders ordnen, Arist. de Xenoph. 1, 4; μετακοσμήσας καὶ νεωτερίσας τὰ περὶ τοὺς ἀνϑρώπους, Luc. Prom. 12; a. Sp.